- κυνηγετης
- κυνηγέτηςκῠν-ηγέτηςдор. κῠνᾱγέτᾱς -ου ὅ охотник, ловец Hom., Eur., Plat. etc.
κ. ἀμφὴ πάλᾳ Pind. — ловец наград в состязаниях, т.е. борец-соискатель
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κ. ἀμφὴ πάλᾳ Pind. — ловец наград в состязаниях, т.е. борец-соискатель
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κυνηγέτης — κυνηγέτης, ὁ, θηλ. κυνηγέτις, ιδος και κυνηγέτρια, ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και κυναγέτις, ἡ (Α) 1. αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για κυνήγι, θηρευτής, κυνηγός (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη κύνας», Ευρ. β. «ἡμᾱς δεῑ ὥσπερ κυνηγέτας θάμνον κύκλον… … Dictionary of Greek
κυνηγέτης — huntsman masc nom sg κυνηγετέω hunt imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέται — κυνηγέτης huntsman masc nom/voc pl κυνηγέτᾱͅ , κυνηγέτης huntsman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγετῶν — κυνηγέτης huntsman masc gen pl κυνηγετέω hunt pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέταιν — κυνηγέτης huntsman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέταις — κυνηγέτης huntsman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέτην — κυνηγέτης huntsman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέτι — κυνηγέτης huntsman masc voc sg κυνηγέτις huntsman fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέτιδα — κυνηγέτης huntsman masc acc sg κυνηγέτις huntsman fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέτιδος — κυνηγέτης huntsman masc gen sg κυνηγέτις huntsman fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέτιν — κυνηγέτης huntsman masc acc sg κυνηγέτις huntsman fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)